|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλοτρυπίδα? — — πατώ — βιβλιογνώστρια — ξαλάφρωμα — διχάζω — εφίσταμαι — αδειαστικά — υπερπαραγωγή — απομάκρυνση — χαρτζιλίκι — ανασκιρτώ — χρονοφωτογράφος — γιδοκοπή — μορφιά — βιρμανικός — κατατοπιστικός — ευήθως — ικτερώδης — ευπρόσωπος — οδοντογιατρός — μισοφέγγαρο — γυναικίστικος |
|||