|
(-ιδος) η самовлюблённая девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самовлюблённая девушка? — ιδιολάτρις как с (ново)греческого переводится слово ιδιολάτρις? — самовлюблённая девушка — κοπτική — ανομβρος — λισγάρι — συλλαμβάνω — βαΐζω — έκκεντρον — καταβόλευμα — ξεπουπούλλιασμα — φλογόφθαλμος — συρίγγωση — μπαλάντζα — κλωσσάω — χρεώλυτρον — εξανάσταση — χερακώνω — δευτεραίος — αντεύχομαι — εξουθενίζω — γαλακτόμετρο — κόλλαβος — καμπίνα |
|||