Новогреческий словарь
λιανοπωλητής
λιανοπωλητής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιανοπωλητής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απογαλάκτιση
—
δακτύλιος
—
δάγγειος
—
βιοκλιματολογία
—
φυλλομετρητής
—
χωνευτός
—
λοκάντα
—
ελατήσιος
—
επαισθητός
—
γυμνώνομαι
—
τιθασσευστής
—
κίχλη
—
Αγγελική
—
γλωσσομάθεια
—
κεντρώνω
—
ολόγυρα
—
πηλοπλαστικός
—
βαρώνη
—
ημιπερίοδος
—
υπερούσιος
—
εβραίϊκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве