|
το 1) обложка книги; 2) ставень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обложка книги? — ξώφυλλο как на (ново)греческом будет слово ставень? — ξώφυλλο как с (ново)греческого переводится слово ξώφυλλο? — обложка книги, ставень — πομπός — φθαρτικός — σάλπιγξ — ανάκραοη — εξασθενίζω — ανείπωτος — απιλογιάζω — βουβωνοκήλη — φτυώ — Αγγλικανικός — ανοικτίρμων — καρδάρι — ατομικίστρια — στολίδωσις — τσίνουρο — απομεινάρης — υψοδείχτης — συγκεκριμενοποίηση — προχειρότητα — ασβός — κατευνασμός |
|||