καμινευτήριο

формы словаβ
καμινευτήριο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καμινευτήριο? —


αμπακοςαγλωσσίαδασονομικόςμοντερνιστικάευτυχώαποθρασύνωανταλλαγήαναγεννώμενοςμουρμουράωταχυνόςπαρακαταθέτωεδώδιμοςεδώθεςγηρασμόςαπολλύομαιεγκεφαλισμόςαγεληδόναρχαιολατρείαεσωκάρδιονανθρωπινάμασητηριος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit