|
αόρ. от ίσταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εστάθην? — — σαλεπιτζής — μαγγανεία — μονόζυγο — λουλάκι — αλειτούργητος — εκχωρητήριον — θολασσώ — εξώνητος — γαστρολογία — υπόνομος — γκρανκάσσα — ανορθώνομαι — αριφνημός — πτέρωμα — πεδικλώνω — πρόδηλος — δρεπάνισμα — κόασμα — ξιφασκία — ανασκευάζω — Πρωτομαιά |
|||