Новогреческий словарь
γυμνόσωμος
γυμνόσωμ|ος
обнажённый, голый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обнажённый
? —
γυμνόσωμος
как на
(ново)греческом
будет слово
голый
? —
γυμνόσωμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυμνόσωμος
? — обнажённый, голый
#
(ново)греческий словарь
—
εξαποδώς
—
σταυροθόλιο
—
πλίθος
—
κατοικίδιος
—
φιλοσοφικός
—
αμασκάρευτος
—
αστενοχώρητος
—
ατακτοποίητος
—
ερωτολογία
—
ναυτικό
—
αναχώρηση
—
συμμετοχή
—
δοκουμέντο
—
ιστολόγιο
—
ευχολόγιον
—
εικοσάρικος
—
εγκοίλιος
—
λιθοτόμος
—
σχωρεμένος
—
ευδοκία
—
τερατολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве