|
το парашют #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парашют? — αλεξίπτωτο как с (ново)греческого переводится слово αλεξίπτωτο? — парашют — μυωπικός — ποιοτικός — τευτλοπαραγωγός — διαμαγνητικός — υφηβικός — μικροψυχώ — αντιμεταρρυθμιστικός — ήπειρος — ομόψυχος — στατιστικός — αλατούχος — ρεβιθοκοτόσουπα — μελάτη — μεσούρανα — υποχείριος — πολύπαθης — ακορντεονίστρια — γκεστάω — μεταλλόφωνο — ασύνετος — αρμόνικα |
|||