|
η вторник; === τόν πήγε ~ καί Τετράδη — [phrase]у него сердце в пятки ушло или он испугался до смерти[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторник? — Τρίτη как с (ново)греческого переводится слово Τρίτη? — вторник — όμαιμος — παράφραγμα — φρέσκο — αποκυλιέμαι — αδιέξοδο — σχίσμα — αλετριβιδειό — σαιξπηρικός — προσαρτάω — αψόφιστος — απόκοττα — κουτσαβάκης — ρευστό — εκπορθητής — σταχιάζω — λοχεία — τσούχτρα — πολυμερής — μεσοστράτι — εκπυρσοκροτώ — αυτοδιάθεση |
|||