|
индоевропейский; ~ές γλώσσες — индоевропейские языки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индоевропейский? — ινδοευρωπαϊκός как с (ново)греческого переводится слово ινδοευρωπαϊκός? — индоевропейский — αρμένισμα — μπέμπούλα — φυσιολάτρης — αξιέραστος — καταθορυβώ — αποθεμελίωση — χρίση — ατελώνιστα — θαλασσίτσα — μέλος — απόσκιο — γυναικισμός — συναγωγή — ωόσωμα — φιλοσοφικότης — μπάριζα — αρρενοφυής — αριστοτέχνης — καταφατικά — ρουθήνιο — σοσιαλεπαναστάτης |
|||