|
одобрительный; ~ές αναφωνήσεις — возгласы одобрения; ~ ψίθυρος — одобрительный шепот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одобрительный? — επιδοκιμαστικός как с (ново)греческого переводится слово επιδοκιμαστικός? — одобрительный — σιχαμός — διαρμόζω — περιορίζομαι — αξύλιστος — κοινόχρηστος — μαγκουριά — προφυλακτήρας — αγκυλωτός — συμπλέω — κουράδι — διαμέλισμός — φιλολογικός — κρεόζωτον — ψαρόμαλλος — παροικώ — προνομιούχος — τεσσαρακοστιανός — βελούχι — προσκύνημα — έτι — λογάκια |
|||