|
το мулине (сорт ниток) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мулине? — μουλινέ как с (ново)греческого переводится слово μουλινέ? — мулине — μεταγιγνώσκω — ψυχολάτρης — λωλός — γευστικότητα — ξινοφέρνω — οριεντάλ — αμύγδαλο — κυφούμαι — γιασακτζής — βιομηχανοποίηση — συνοικέσιο — ήχθην — κεφαλικός — σκεπαστικός — μετουσιαστικά — απροικη — συνηχητικός — αρτιγενής — αποζυμώνω — αμολόχα — μπελάς |
|||