|
(-όνος) уст. одетый в чёрное #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одетый в чёрное? — μελανείμων как с (ново)греческого переводится слово μελανείμων? — одетый в чёрное — άλυσσος — αυτοπαρατήρηση — ναστός — τρώομαι — αποστέριος — συλλήβδην — φυρός — αναξιοποίητος — φράκτης — διάνοιγμα — εμπορευματοκιβωτιοφόρο — ανωφερής — βρόμος — κέλευσις — προχειρογραμμένος — κληρονομώ — δεκάρικος — αργυροποίκιλτος — βροντημός — ορκίζω — ωταρία |
|||