|
η вдова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдова? — χήρα как с (ново)греческого переводится слово χήρα? — вдова — αντιοξυγόνος — ραδιοτηλεγραφία — χρωμολιθογραφικός — αγκαζάρω — λεβητοηοιία — προσανατολίζω — αγριοπόταμος — πρασινίλα — λουκέτο — επήγαγον — Μάης — άσκιαχτος — ιδιάζω — τσέφλοιο — δίκαση — παντόρφανος — εμπορομανάβης — αυτεξούσιο — πυργοδέσποινα — γυρωτικός — αγγειοπάθεια |
|||