|
η вязка, вязание (действие и способ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязка? — πλέξη как на (ново)греческом будет слово вязание? — πλέξη как с (ново)греческого переводится слово πλέξη? — вязка, вязание — συγκολλώ — εξαπτέρυγος — ολόγδυμνος — γνωστότατος — δανεισμός — τρίκαυλος — συναντάω — σαρκολαβίδα — καπνοκαλλιεργητής — γραμμοσκιά — αμεταφόρτωτος — λεπτοδουλεμένος — ακανθών — απόπεμψη — αγγελοβλεπούσα — ζαχαροποιός — επιθεωρητής — σχίστης — σέρρα — στηλιτευτικός — παραγίνομαι |
|||