|
η фасоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фасоль? — φασόλα как с (ново)греческого переводится слово φασόλα? — фасоль — κουπιά — διδασκαλιστής — βούρλισμα — θεουργία — μπαϊράμι — τσιγκούνικα — έπειτα — δαψιλεύω — ηλεκτροκίνητος — ανασκελώνομαι — εννεαετία — επτάδυμος — μόρφωμα — τρύπησις — τουμπανιασμένος — μπόχα — συνεταιρισμός — άρκτος — πεδίο — αποβλάκωση — υπεραίρομαι |
|||