|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικοπεδοποιούμαι? — — εύληπτος — κατανομή — αρκούδα — φαλαινίς — απόπατος — όλο — βροβεύσιμος — δαυλί — εντερόκλυσμα — κροσσωτός — φλεκτήρας — γόγγρος — χαραδρώδης — ξεκακιώνω — πολιτοφύλακας — κερματίζω — ποντίζω — μελισσοφάγος — γοργογόνατος — εξωσχολικός — όπως |
|||