|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βιολέτα? — — επαισθητός — υπερώριμος — κασσιτέρωση — ημιανοψία — φυσικώς — αυνανισμός — οπιομανία — επίκαυση — κατά — στρεβλός — ρυζάλευρο — αλί — απαραδειγμάτιστος — μαυράδα — βιτριολικός — οξυγώνιος — εμφράττω — ηφαιστειολογία — στεατίτης — ένσπερμος — φωτοσυνθετικός |
|||