ανεξαρτήτως

формы словаβ
ανεξαρτήτως



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανεξαρτήτως? —


λιθόστρωτοζυγάαπάλιωτοςοχταετίαπρεσβυτέραμπατσιάσαχλόςάδεντροςανήχθηνπυτιογόνοςαλλοτριοφαγικόςελάττωνκαίομαιαδικοβάνωοινοπνευματίασηεικήπρυμνήσιαμοιραίοαδιέξοδοςχαράκτηρίζωφεγγαριάτικα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit