|
гипсовый; ~ επίδεσμος — гипсовая повязка; ~ο εκμαγείο — гипсовый слепок; ~ο έργο — гипс (скульптура) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гипсовый? — γύψινος как с (ново)греческого переводится слово γύψινος? — гипсовый — μουζεβίρης — γάστρι — βουτήχτρα — ζητήσιμος — συγκλονίζομαι — απαρχαιώνομαι — αρρενοφυής — λειρί — γλώσσημα — ριζόποδα — ισονομία — μουσκάρι — παχύτερος — πολύλογος — ωοθηκεκτομία — χυδαϊστί — περίφρακτος — προσοδοφόρος — άκωλος — διέδυν — μακροπρόσωπος |
|||