Новогреческий словарь
μητραλγία
μητραλγία
η мед.
метральгия
(боль в матке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
метральгия
? —
μητραλγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μητραλγία
? — метральгия
#
(ново)греческий словарь
—
κεντήτρια
—
ακραχτος
—
περιστέλλομαι
—
ξυλοπετεινός
—
κόλπωση
—
συνέπαθον
—
αμαξουργός
—
πτωματικός
—
προγυμνάζω
—
φυλάκισμα
—
κοινωφελής
—
κωδικοποίηση
—
πλάστης
—
αξιοτιμώρητος
—
γλυίνη
—
διαπλατύνω
—
μαντική
—
θεομπαίχτης
—
βέλτιστος
—
κλαυθμυρισμός
—
βιβλιεκδότις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве