|
το остановка, прекращение (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остановка? — στοπάρισμα как на (ново)греческом будет слово прекращение? — στοπάρισμα как с (ново)греческого переводится слово στοπάρισμα? — остановка, прекращение — επανάταξις — ατομοκρατία — γοργόσβηστος — αναφυλλητό — τιμαριωτικός — εξαρκώ — αεροδόκη — διαπήδησις — φιδοβότανο — συμβολικός — ανίδρωση — οχταήμερος — κακοψύχι — αφηνιασμένος — εκλελυμένος — τσιγγέλι — χάνι — βιβλιοτεχνία — αβανταδόρα — αποκόμιση — αντισεισμικός |
|||