|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σχολιαστικός? — — υιοθεσία — παραλλαγή — μόστρα — μπεκρολογάω — δεσποτάτο — προσπελασιμότητα — ανταλλακτικά — ζεύγομαι — συργουλίζω — αναστησιά — καρφιτσοθήκη — καρδινάλιος — ψαίνομαι — παραδρομή — ανταπόδειξη — ερημία — καλλιτσάγγαρος — επιθήλιον — εναπόθεση — αφιλομάθεια — θέσεις-κλειδιά |
|||