|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρώνυμος? — — ασηκλίκι — καλλυντικός — νεφρό — λουφάρω — διασπώ — μελλοντολογικός — έπαθα — ακατεύθυντος — σαρκοφαγικός — προσφεύγω — φυλλοβολή — αμέτρητος — γνωσιμαχώ — φράγκο — στατική — πρωτευουσιάνος — έλος — μηλοροδακινιά — ζιμπίλι — στούμπωμα — θύραθεν |
|||