|
το кормовая свёкла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовая свёкла? — σέσκουλο как с (ново)греческого переводится слово σέσκουλο? — кормовая свёкла — ξακόσιοι — επιλαχών — σχοινοκλίμακα — καπλάντισμα — ερεθίζομαι — αλευροποιείον — τρελάρας — λουλούδι — κακουργοδικείο — κατσάρωμα — δενδροκομείο — παρατρέπω — επηνέχθην — χοντροκοπάνισμα — οικονομολογία — μυρμηκικός — πεντασύλλαβος — απομουδιάζω — εχθρεύομαι — βαθύσκαπτος — τεζιάκι |
|||