|
η 1) капля (дождевая); 2) слеза; τύ μάτια μου έτρεχαν ~ές — [phrase]слёзы текли у меня из глаз[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капля? — ρονιά как на (ново)греческом будет слово слеза? — ρονιά как с (ново)греческого переводится слово ρονιά? — капля, слеза — δαδοκοπώ — λούμπουνας — ξεΐδρωμα — παντζάρι — προπονητικός — πάνοπλος — προπλασμός — ακτοπλοώ — οπερετικός — εκείμην — αξινος — ρουκετοπόλεμος — οικότοπος — πριονίδια — χιουμορίστας — αλληλοεξαπατώμαι — βροντοκόπημα — πλειοψηφία — αξιοτιμώρητος — αφτέρουγος — πλώρα |
|||