Новогреческий словарь
σταθμίς
σταθμίς
(-ίδος) η мор.
кильсон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кильсон
? —
σταθμίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταθμίς
? — кильсон
#
(ново)греческий словарь
—
καλοκαμωμένος
—
εσχαρέας
—
κροκίδα
—
οινοπνευματούχος
—
θεώρημα
—
μετέπειτα
—
καλοριφέρ
—
πνθυμάω
—
αλητόπαιδο
—
ενώπιος
—
αποτσακίζω
—
ασβεστωτής
—
αρμάρι
—
Μαροκινός
—
αντασφαλίστρια
—
χάνος
—
συνοδίτης
—
θίασος
—
απρόσδεκτος
—
γαλούχηση
—
ασβεστάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,