|
(-ίδος) η мор. кильсон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кильсон? — σταθμίς как с (ново)греческого переводится слово σταθμίς? — кильсон — ηλιοφάνεια — ύδρευμα — γέρουκλας — κυνηγάρα — καστανοπώλης — βρεφοκομία — μαλαχτικό — ανοσφρησία — αφροσκεπής — ζουμερός — ένδον — ψυλλοβότανο — μαρμαρόχτιστος — εξευρωπαϊσμός — αλληλοδιαψεύδομαι — αναβρυτός — ρουλεμάν — σατανιστής — βαριά — λατινόφρων — απροικος |
|||