|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδέρφι? — — ακροατήριο — λοίσθιος — ξυλογραφικός — δρυμοβάτις — φθονούμαι — αμπολιάζω — εξανθρωπισμός — ωαγωγός — ευθύσκοπος — λογχωτός — ασκούφωτος — καλάμισμα — επιβάλλω — φρόνιμα — αντιμεταρρυθμίστρια — αυτοχειρίαση — μπροστάρης — παραπανήσιος — επιβοήθεια — βουβάλήσιος — κλισέ |
|||