|
одновременный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновременный? — ταυτόχρονος как с (ново)греческого переводится слово ταυτόχρονος? — одновременный — σκληριά — εμπειρογνώμων — πλαστικό — εκδότης — γαστρώνομαι — ψιλοχάραγος — σαύρα — αναχωνευτήριον — ξερόβραχος — θεογνωσία — αλευρικό — γλισχρεύομαι — εβδομήκοντα — συχωρώ — ψηστήρι — αυτοματισμός — ραιβός — λιθοδομή — σήμανση — γοητεύω — σόλιασμα |
|||