|
(-εως) η градуировка, градуирование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градуировка? — βαθμονόμησις как на (ново)греческом будет слово градуирование? — βαθμονόμησις как с (ново)греческого переводится слово βαθμονόμησις? — градуировка, градуирование — εκτροχιάζομαι — μισοδρομίς — κιτρολέμονο — κουβαλάω — σπερματικός — κοινωφελία — διακονάω — προδίδω — ελαφρούτσικος — θές — ανεμοτροχός — σπορευτός — αφιλοπατρία — καταμόναχος — γύρεμα — προάγγελος — δημοκράτισσα — απαθανάτιση — ορκοληψία — μεταποιώ — σωβινίστρια |
|||