|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμβλυντικός? — — αναντρανίζω — εξανθράκωμα — κουτοφέρνω — βαμβακαγορά — ανεπιστημονικώς — ασκήσιος — κιαλάρω — φλογοβόλο — σπορητός — εξάλμιση — αγρόπολη — ψιθυριστά — ίανθος — πετσώνω — οσμηρός — γουρουνόπετσος — διχοτομώ — λούστρο — ακατάστατα — έγια! — άργιλος |
|||