Новогреческий словарь
μακαρίως
μακαρίως
блаженно, безмятежно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
блаженно
? —
μακαρίως
как на
(ново)греческом
будет слово
безмятежно
? —
μακαρίως
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακαρίως
? — блаженно, безмятежно
#
(ново)греческий словарь
—
φεουδαλισμός
—
συντροφικά
—
συνημμένα
—
καθετηριασμός
—
βαρυστόμαχος
—
λαμπροφορεμένος
—
αεριστήρας
—
όρος
—
λουλουδένιος
—
κερχανάς
—
καταπώς
—
πολυγαμία
—
σπαρμένος
—
ανασυνδέω
—
περίφημος
—
μικροπράγμα
—
οδοντόκονις
—
τεζαρισμένος
—
θρησκευτικότητα
—
σαλονικιός
—
αχρεώστητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве