|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπεύθυνα? — — ψειρίζω — δαιμονίζομαι — δόγισσα — περισσός — εγχαράττω — εξέθηκα — λωποδύτης — συγκεφαλαιώνω — κουνουπιδόσουπα — οργανικός — μαζορέτα — προσεταιρισμός — γραφική — Ρώσα — χεροδύναμος — ψευδευλογία — ενθέτω — χορταστικός — πριονίζομαι — καπνεμπόριο — πρόσπτωση |
|||