|
η наклон вперёд (тж. спорт.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наклон вперёд? — πρόκυψη как с (ново)греческого переводится слово πρόκυψη? — наклон вперёд — όρθριος — μαλαματικό — αλευροκόσκινο — αυτοκέφαλος — υδρόλυση — σαραντάρα — οκνώ — αποκαθαρίζω — επείγομαι — ρήσις — υπερφορτώνομαι — μονόχορδος — φανελλοποιία — διαφράττω — ωτακουστικός — κοντομάνικος — φρεσκοξυρισμένος — εύφθαρτος — αληθοφορία — μπαμπού — μετρημός |
|||