|
рычать, рыкать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рычать? — αναβρυχώμαι как на (ново)греческом будет слово рыкать? — αναβρυχώμαι как с (ново)греческого переводится слово αναβρυχώμαι? — рычать, рыкать — ευφωνικός — τσιμινιέρα — κουτσομεσιάζω — σκυλίτσα — μάζεμα — κόριζα — κρίνο — ζηλωτός — καταχαλάω — δραστικότητα — πεντάμορφος — κορώνω — τετραπλούς — ακέραστος — απαιτητέος — ζαχαροθήκη — προαναφέρομαι — άφραχτος — αρδεύω — μεταξοϋφαντουργός+ — σύρω |
|||