|
η пневматический, воздушный насос; καταθλιπτική ~ — нагнетательный насос; компрессор; αναρροφητική ~ — вакуумный насос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневматический? — αεραντλία как на (ново)греческом будет слово воздушный насос? — αεραντλία как с (ново)греческого переводится слово αεραντλία? — пневматический, воздушный насос — έδειρα — γεραματιάζω — περιδίνησις — στρατοπεδάρχης — κλωνιά — κρατητήριο — βελοθήκη — δεματοποιώ — σταυρωμένος — χράμι — λιόκρουση — επιλόχιος — περιπλανώμενος — διάκος — ξάντρια — αυτοκατάκριτος — αυστηρότητα — ενηλικότης — χαρτεμπόριο — φαρμακευτική — έγγιστα |
|||