|
η полиция (тж. здание); ~ πόλεων — городская полиция; ~ λιμένος — портовая полиция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полиция? — αστυνομία как с (ново)греческого переводится слово αστυνομία? — полиция — ιερομηνία — καλλιεργητής — ηδύτης — ατμόπλοιο — θαλασσαετός — ομιλούμενη — παραπέτο — κατωσάγονο — τρελαμένος — πτερύγιο — πρό — κρητικιά — πρόνοια — σταφίδα — Μάριος — γιορντανάτος — λιμπιστός — Κόσοβο — αγκρέμιστος — βιός — ακλήρωτος |
|||