|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεσσαλιώτικος? — — προσαυξητικός — γεροντοκρατία — κυλινδρώνω — εγκλητικός — εξηκονταετηρίδα — εγκεντρίζω — κολαστικός — λεβέτι — αστιγματικός — σκότισμα — χοντροχωριάτης — ψαροτόμαρο — κρεμάμενος — τέτανος — κρασοβάρελο — δαιμονίζομαι — σχετικώς — καλοκοιτώ — καλύβα — λυσσώδης — αμεταπούλητος |
|||