θεσσαλιώτικος

формы словаβ
θεσσαλιώτικος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово θεσσαλιώτικος? —


προσαυξητικόςγεροντοκρατίακυλινδρώνωεγκλητικόςεξηκονταετηρίδαεγκεντρίζωκολαστικόςλεβέτιαστιγματικόςσκότισμαχοντροχωριάτηςψαροτόμαροκρεμάμενοςτέτανοςκρασοβάρελοδαιμονίζομαισχετικώςκαλοκοιτώκαλύβαλυσσώδηςαμεταπούλητος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit