|
эл. фазный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фазный? — φασικός как с (ново)греческого переводится слово φασικός? — фазный — ημίσκιο — καφεΐνη — ψευδοκλασσικισμός — νομός — καταδυναστεύω — μπεκρολόγημα — έιπα — κάστορας — στυγνότητα — στηθικός — αχνένιος — λεύκη — κλότσημα — καταληψίας — βλακωδώς — αχαλινάρωτος — ανίσως — αυτογνωμοσύνη — αχερόστρωμα — αύριο — γραφική |
|||