|
орошаемый; ~α εδάφη — орошаемые земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орошаемый? — αρδευόμενος как с (ново)греческого переводится слово αρδευόμενος? — орошаемый — κατραμώνω — καλαμιά — γλυκοτραγουδισμένος — πυριτιδοποιία — σταυρωτός — οικοδόμηση — φυτολογία — στυλίτης — στραβοτομία — δηλητήριος — μετέπειτα — ξίνισμα — τεχνίτης — ξεστούπωμα — αλλοίωση — ταφόπλακα — αντίποινο — κλωστήρ — υπεξάγω — συλλογίζομαι — κλέφτω |
|||