Новогреческий словарь
αρδευόμενος
αρδευόμεν|ος
орошаемый
;
~α εδάφη — орошаемые земли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
орошаемый
? —
αρδευόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρδευόμενος
? — орошаемый
#
(ново)греческий словарь
—
καλομεταχείρισμα
—
στερεοστατική
—
αμμώδης
—
περιττεύω
—
παραμελημένος
—
προσηγορικός
—
αλλαξοπιστία
—
προανάκρουσμα
—
καζουϊστικός
—
αστεροβριθής
—
ξεμουρλαίνω
—
παροχικός
—
διηγηματογραφία
—
μικρόμετρο
—
ψυχορράγημα
—
ψειρίζω
—
οστεομυελίτιδα
—
αποθεραπεύω
—
ενδοέκκριση
—
εξιδανικεύω
—
ευαίσθητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве