|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναρχοαυτόνομα? — — πταίστης — κωλοεφημερίδα — νυχάτος — μελοχροινή — δεινοθήριο — ψηφώ — σκουπιδιάρης — ριζοσπάστης — ίδρωση — δίκωχος — κουλτουριάρης — προεισαγοιγικός — σπερματοζωάριο — φρέζα — κοντά — αγουρογερασμένος — ινώδης — μούχλα — αντίδοτο — ευεξήγητος — αδελφοποιούμαι |
|||