|
приготовленный (о лекарстве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приготовленный? — σκευαστός как с (ново)греческого переводится слово σκευαστός? — приготовленный — μυθοποιός — αρχαΐζω — διακένωση — ξετσίπωτα — συνταξιδιώτης — αξιομίσητος — συκεών — θερμοπομπός — ποινή — καθήκον — πολύγραμμος — πονηρό — εξυβρίζω — αλεκτρυονομαχία — υπενοικιαστής — σκουπίδι — έμπνευση — φληναφώ — μπεκρής — κυματομορφή — ηδύποτο |
|||