|
(-ήρος) ο волочильный стан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волочильный стан? — συρματωτήρας как с (ново)греческого переводится слово συρματωτήρας? — волочильный стан — μονοπυρήνωση — αναχώρηση — νεροσυρμή — εξοκέλλω — σύμπηξη — άδηλος — πλεκτάνη — καζανοκέφαλος — ελαιοπερίβολο — φραστικό — πλεονέκτημα — πεπιεσμένος — ελαφρόνοια — αποθαμβώνω — επικήδειος — αποδιαβάζω — ξερά — παρέμβαση — γαστροσκόπιο — ντοπιολαλιά — αδιάλλακτος |
|||