|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σωρίτης? — — χάσκω — νεόχτιστος — κιβούρι — σαββατιανός — φιλοδοξία — φριμάζω — καρικατουρίστας — μπάσκετ-μπώλ — διαπυούμαι — ομόζυγος — λογοκοπώ — ζωγραφω — μουσσών — χωροφυλακή — αναχασκίζω — εγγόνα — Πρωτομαγιά — καλάθι — αποστελμένος — ευνομία — ασέβημα |
|||