|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επικυρωμένος? — — περιγελάω — συμπυκνωτής — σχοινένιος — λολός — σκουτέλλα — ετοιμόγεννος — δεσμός — κόκκινο — ακατάρρευστος — πλαγκτολογία — αποκουμπώνω — ενθυμητικό — μάγγανος — διαπυρώνω — φαλλιτσέκι — προσωδία — κρούσταλλο — άσκημος — αναρχοαυτόνομα — γραδάρω — μπαρμπούνι |
|||