Новогреческий словарь
βουρβουλω
βουρβουλω
урчать
(в животе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
урчать
? —
βουρβουλω
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουρβουλω
? — урчать
#
(ново)греческий словарь
—
ακαγος
—
ενδεκαετία
—
σουβαντίζω
—
ακροαστικά
—
ξεσαβούρωτος
—
αλατόλοκκος
—
μακροκλιματολογία
—
υπερνικώ
—
απαράλλακτος
—
εκφυλλίζω
—
πρότερον
—
ραμφίζω
—
αρατίζομαι
—
υπερκαλύπτω
—
φαρμακογνωστικός
—
αντωνυμικός
—
καροτο
—
πολυσέλιδος
—
ψευδοπροφήτης
—
δρόλαπας
—
παραπειστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,