|
урчать (в животе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово урчать? — βουρβουλω как с (ново)греческого переводится слово βουρβουλω? — урчать — ρευμοταλγία — πανδοχείο — μεσιτικός — διαθερμασία — περιττοσύλλαβος — βοτανοθεραπεία — αφωνητί — ατμήλατος — αρπίστας — μιαρότητα — τραγόπαπας — συνεργαζόμενος — διαβολέτο — επαλήθευση — επεξήγημα — αναψήφιση — ντήζελ — νοσοκομειακό — κακόμοιρος — γέμω — ανθοκλώνι |
|||