Новогреческий словарь
ασφυξιογόνος
ασφυξιογόν|ος
удушливый
;
~α αέρια — удушливые газы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удушливый
? —
ασφυξιογόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφυξιογόνος
? — удушливый
#
(ново)греческий словарь
—
Χριστιανός
—
καπετάν
—
παντρολογήστρα
—
κλωστοποίηση
—
τοπαρχία
—
περιορισμένος
—
στεαρίνη
—
λιπομαρτυρία
—
αποθαρρώ
—
χολοποιητικός
—
βιολοντσελλιστής
—
επίκλειστρον
—
πυργίσκος
—
περιέχω
—
ψωμιέρα
—
αλευρίτικος
—
αλτζές
—
προσφώνηση
—
κάμερα
—
φάτνωμα
—
διάπριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве