|
(αόρ. απεθάρρησα) осмеливаться, отваживаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осмеливаться? — αποθαρρώ как на (ново)греческом будет слово отваживаться? — αποθαρρώ как с (ново)греческого переводится слово αποθαρρώ? — осмеливаться, отваживаться — δεύτερο — ανθολόγιο — ανάχωση — φτειαγμένος — ανάλωτος — χρυσοκόλληση — εισβολή — αναμελιά — συναύξηση — στημονιάζω — οπίσω — βιολετής — μητρυιός — ακριτοέπεια — αμμωνιτοειδή — απεροντωσύνη — αρνάδα — ευφυολογώ — ατομικιστικός — οργανογένεια — ημέρευμα |
|||