Новогреческий словарь
ορνιθοειδής
ορνιθοειδ|ής
1.
похожий на курицу
;
2. :
τά ~ή — хохлатые птицы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
похожий на курицу
? —
ορνιθοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορνιθοειδής
? — похожий на курицу
#
(ново)греческий словарь
—
τύφλαμάρα
—
πυριτιδοποιός
—
νεοπαγανιστικός
—
ερυθρόξανθος
—
θάρρεμα
—
αρραβωνιαστικιά
—
συμπληγάδες
—
ετέθην
—
περιφραστικά
—
γκιουστέκι
—
προσχεδιάζω
—
ανασφάλεια
—
υγραέριο
—
μουγγά
—
τρυφάω
—
καθαρογράφηση
—
αγριοθωρώ
—
ζούδιο
—
συγκλονισμός
—
διασκευάστρια
—
ελικωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве