|
ο прям., перен. строитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строитель? — οικοδόμος как с (ново)греческого переводится слово οικοδόμος? — строитель — ιδιοσύστατος — ρυμουλκώ — αρβυλοποιείο — βαθειά — βιοχημεία — βουκκιά — αζάρωτος — απαγωγή — καμηλοπάρδαλη — φυσιοθεραπεία — ακάλυπτος — υδρογεωλογία — λαγκάδα — βραδύ — Α — αδελέαστος — εμπρός — πετρέλαιο — ξεκοκκαλιάζω — ξεφαντωμένος — διακομίζω |
|||